χρωματίζω — χρωματίζω, χρωμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρωματίζω — χρωμάτισα, χρωματίστηκα, χρωματισμένος 1. δίνω χρώμα σε κάτι, το βάφω, το μπογιαντίζω. 2. δίνω χρωματισμό στο λόγο. 3. χαρακτηρίζω κάποιον ότι ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Τον χρωμάτισαν αριστερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωριάζω — χρωματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοχρωματίζω — χρωματίζω με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά, λαδομπογιατίζω … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ερεύθω — ἐρεύθω (Α) 1. κάνω κάτι ερυθρό, τό κοκκινίζω, τό χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώ — όω, Α χρωματίζω, καλύπτω κάτι γύρω γύρω με χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρόω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω, καλύπτω με χρώμα ολόγυρα κάτι 2. καλλωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
προσεπιχραίνω — Μ χρωματίζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχραίνω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek